Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δεν στέκεται στα

  • 1 πόδι

    τό
    1) нога;

    τρέμουν τα πόδια μου — у меня ноги подкашиваются;

    δεν στέκεται στα πόδία του — он на ногах не стоит;

    2) лапа (животного], лапка, ножка (насекомого и т, п.);
    3) ножка (мебели); 4) фут (мера длины);

    § παίρνω πόδι — уходить, увольняться;

    δίνω πόδι — прогонять, выгонять;

    πατώ πόδι — требовать, настаивать;

    τό βάζω στα πόδία — бежать со всех ног, без оглядки, уносить ноги;

    μου κόπηκαν τα πόδία μου — быть без ног (от усталости);

    είμαι με το 'ένα πόδι στον τάφο — стоять одной ногой в могиле;

    δεν θα ξαναπατήσω το πόδι μου εδώ — моей ноги здесь больше не будет;

    με τα πόδία — пешком;

    παρά πόδία! — воен, к ноге!;

    του έβαλα τα δυό του πόδια σ' 2να παπούτσι — он у меня в руках;

    στο πόδι — а) на ногах;

    είμαι στο πόδι από το πρωΐ — я с утра на ногах;

    πέρασα την αρρώστια στο πόδι — я перенёс болезнь на ногах; — б) на ноги;

    μας σήκωσε όλους στο πόδι — он поднял нас всех на ноги; — в) стоя, на ходу;

    τρώγω (πίνω) στο πόδι — я ем (пью) на ходу;

    έλειωσα στα πόδία μου — я валюсь с ног (от усталости);

    я еле ноги волочу (от болезни);

    πέφτω στα πόδία — падать на колени, молить,

    умолять;

    αφήνω στο πόδι μου κάποιον — оставлять вместо себя кого-л.;

    με πόδια και με χέρια — ногами и руками, всеми средствами;

    γράφει με τα πόδια — а) он пишет, как курица лапой; — б) он пишет левой ногой, он бумагу марает (о литераторе)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πόδι

  • 2 στέκω

    (αόρ. (ε)στάθηκα) αμετ.
    1) стоять;

    στέκω στα νύχια ( — или στίς μύτες) των ποδιών — стоять на цыпочках;

    2) идти (быть к лицу);

    σού στέκει ωραία το φόρεμα — тебе очень идёт это платье;

    3) απρόσ. подобает, идёт;

    δεν στέκει να... — не подобает, неприлично...;

    δεν στέκει σε σένα να τρέχεις στίς ταβέρνες — тебе не к лицу бегать по тавернам;

    § στέκω στην εξουσία — стоять у власти, править страной;

    στέκω αλά κάπα ( — или κάπα γάμπια) — или στέκ τραβέρσο мор. — лежать в дрейфе;

    στέκω στα κουπιά мор. — сушить вёсла;

    δεν στέκει καλά — а) он чувствует себя неважно, ему нездоровится; — б) дела у него идут неважно (о торговце);

    στέκομαι

    1) — стоять;

    μόλις στέκομαι στα πόδια — еле держаться на ногах;

    στάσου! постой!, подожди!;
    2) стоять без движения, не работать; останавливаться (о механизме и т. п.); στάθηκε το ρολόγι часы стали;

    τό τραίνο στέκεται πέντε λεπτά — поезд стоит пять минут;

    στέκομαι χωρίς δουλειά — а) быть безработным; — б) простаивать;

    3) оставаться, быть, находиться;
    όπου σταθώ κι' όπου βρεθώ где бы я ни был; 4) стоять (о здании); 5) поддерживать, помогать, выручать; του στάθηκα σ' όλες τίς δύσκολες περιστάσεις я помог ему в трудных обстоятельствах; 6) перен. оказываться, показывать, проявлять себя; στάθηκε ανίκανος он оказался неспособным; στάθηκε άνδρας он пока- зал себя мужчиной; 7) отдаваться (о женщине); του στάθηκε με το πρώτο она отдалась ему сразу; 8) находиться в состоянии течки (о животных); 9) случаться, происходить; στάθηκε ενα σπουδαίο περιστατικό произошло важное событие; 10) останавливаться, прекращаться (об истечении жидкости); στάθηκε η μύτη μου με τον πάγο лёд остановил кровотечение из носа;

    § στέκομαι εμπόδιο — препятствовать, быть помехой;

    στάθηκα τυχερός мне повезло;
    στάθηκε ο νούς μου я растерялся; στάθηκε η αιτία (это) явилось причиной; στάθηκε αδύνατο нельзя было, оказалось невозможным; στάσου να δείς! я тебе покажу! (угроза)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στέκω

См. также в других словарях:

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Λεμεσού (Κύπρου), Επαρχιακό — Το μουσείο, που χτίστηκε το 1975 (Κάνιγγος & Βύρωνος, Λεμεσός), εκτός από ευρήματα από τους σημαντικούς αρχαίους οικισμούς της Αμαθούντος, ανατολικά, και του Κουρίου, δυτικά της Λεμεσού, περιλαμβάνει ευρήματα από περίπου τριάντα άλλους… …   Dictionary of Greek

  • Αρχή της σχετικότητας του Γαλιλαίου — Στο Διάλογο των μέγιστων συστημάτων ο Γαλιλαίος εκθέτει έτσι την αρχή αυτή: «Κλειστείτε με κάποιο φίλο σας στο μεγαλύτερο θάλαμο που υπάρχει κάτω από το κατάστρωμα ενός μεγάλου πλοίου και κατόπιν πάρετε μύγες, πεταλούδες και άλλα όμοια ιπτάμενα… …   Dictionary of Greek

  • όρθιος — α, ο επίρρ. α 1. για πράγματα, κατακόρυφος, στητός. 2. για ανθρώπους, αυτός που στέκεται στα πόδια, που δεν κάθεται, που δεν πλαγιάζει: Όρθιοι όλοι περιμέναμε να περάσουν το νεκρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ορθός — ή, ό 1. κατακόρυφος, όρθιος, στητός: Πάει ο γαμπρός σαν αϊτός, ορθός, καμαρωμένος (Κρυστάλλης). 2. αυτός που στέκεται στα πόδια, που δεν κάθεται, ούτε πλαγιάζει: Στάσου ορθός. 3. αυτός που σχηματίζει γωνία 90°: Ορθή γωνία. 4. μτφ., σωστός,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»